- καθίκετο
- καθί̱κετο , καθικνέομαιcome down toaor ind mid 3rd sgκαθικνέομαιcome down toaor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθικνούμαι — καθικνοῡμαι, έομαι (Α) (αποθ. ρ.) 1. μτφ. καταλαμβάνω, βρίσκω, αγγίζω («ἐπεί με καθίκετο πένθος ἄλαστον», Ομ. Οδ.) 2. πλήττω («μέσον κάρα διπλοῑς κέντροισί μου καθίκετο», Σοφ.) 3. φθάνω σε κάτι, επιτυγχάνω, κατορθώνω («ταχέως καθικνεῑτο τῆς… … Dictionary of Greek